- Εὐάνδρου
- Εὔανδροςabounding in good men and truemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐάνδρου — εὔανδρος abounding in good men and true masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Evander of Beroea — Evander(Greek: polytonic|Εὔανδρος) son of Evander from Beroea was a Roman era Macedonian sculptor of 1st c.AD. A well preserved relief of the Flavian period, was signed by him [Ancient Italy: A Study of the Interrelations of Its Peoples as Shown… … Wikipedia
ακοίτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναύκληρος του τυρρηνικού πλοίου, που οι ναύτες του επιχείρησαν να απαγάγουν τον Διόνυσο, ενώ ταξίδευε προς τη Νάξο. Ο Α. αντιτάχθηκε στην πράξη αυτή και ο Διόνυσος τον πήρε κατόπιν στην ακολουθία του. Ο Πενθέας,… … Dictionary of Greek
υμνολόγιο(ν) — το / ὑμνολόγιον, ΝΑ νεοελλ. 1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων 2. μτφ. υμνολογία, εξύμνηση με πληθώρα εγκωμιαστικών λόγων αρχ. στον πληθ. τὰ ὑμνολόγια γιορτή προς τιμή τής Καρμέντης, μητέρας τού Ευάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνολόγος. Ο τ. με τη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Εύδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πάριος ιστοριογράφος (5ος αι. π.Χ.). Έργα του δεν διασώθηκαν. 2. Αθηναίος δημαγωγός (; – 382; π.Χ.). Καταδικάστηκε σε θάνατο επί άρχοντα Ευάνδρου, επειδή πρότεινε τη θέσπιση αντιδημοτικού νόμου. 3. Ε. ο Κύπριος (; –… … Dictionary of Greek
Κάτιλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αφιάραου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Κατά τον Κάτωνα, καταγόταν από την Αρκαδία και ήταν διοικητής του στόλου του Ευάνδρου. Οι τρεις γιοι του, Τιβούρτος, Κόρας και Κάτιλλος (σύμφωνα με άλλη πηγή, ήταν… … Dictionary of Greek
Παλλαντία — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη, κατά τον Βιργίλιο, του Αρκάδα ήρωα Ευάνδρου που μετανάστευσε από την πατρίδα του στην Ιταλία … Dictionary of Greek
Τιμάνδρα — Όνομα ενός μυθολογικού και ενός ιστορικού προσώπου. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, σύζυγος του βασιλιά της Αρκαδίας Έχεμου, μητέρα του Εύανδρου που μετανάστευσε στην Ιταλία. 2. Ερωμένη πιστή του Αλκιβιάδη από τα Ύκκαρα… … Dictionary of Greek